- ενδοκρινής
- -ές1. αυτός που παράγει εσωτερική έκκριση ή αναφέρεται σ' αυτήν2. «ενδοκρινείς αδένες» — αδένες τών οποίων το έκκριμα δεν αποχετεύεται με εκφορητικό πόρο αλλά εισέρχεται στην κυκλοφορία τού αίματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδοκρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (φυσιολ.), που εκκρίνει κάτι εσωτερικά, που έχει εσωτερική έκκριση (βλ. λ.): Ενδοκρινείς αδένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek
όρχεις — (Ανατ.). Αρσενικοί γεννητικοί αδένες, που παράγουν τα σπερματοζωάρια και το μεγαλύτερο μέρος της αντρικής γεννητικής ορμόνης. Είναι δύο, έχουν σχήμα ωοειδές και βρίσκονται μέσα σε δερμάτινους χιτώνες. Το πάνω άκρο τους, που καλύπτεται από την… … Dictionary of Greek
Στάννιους — ο Ν φρ. «σωματίδιο τού Στάννιους» βιολ. ενδοκρινής αδένας που είναι χαρακτηριστικός ορισμένων οστεοϊχθύων και βρίσκεται ραχιαία επάνω ή μέσα στον νεφρό ή είναι συνδεδεμένος με τον μεσονεφρικό αγωγό τού Βολφ … Dictionary of Greek
ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
κωνάριο — το (AM κωνάριον, Μ και κωνάρι[ν]) [κώνος] 1. μικρός κώνος πεύκου ή ελάτου, κουκουνάρι 2. ανατ. ο ενδοκρινής αδένας επίφυση μσν. μικρός βολβός κρεμμυδιού, κοκκάρι … Dictionary of Greek
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… … Dictionary of Greek